πνιγαλίωνα

πνιγαλίωνα
πνιγαλίων
nightmare
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πνιγαλίων — ωνος, ὁ, ΜΑ [πνίγω] εφιάλτης που δημιουργείται από την αίσθηση τού πνιγμού κατά την διάρκεια τού ύπνου, αιφνίδια στενοχώρια και αγωνία που προκαλεί μεγάλο βάρος πάνω στο στήθος («τὸν ἐφιάλτην... πνιγαλίωνα προσωνόμασεν ἴσως ἀπὸ τοῡ πνίγειν»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”